συναγώγιμος

συναγώγιμος
-ον, Α
αυτός που προέρχεται από συναγωγή («συναγώγιμον δεῑπνον» — δείπνο που γίνεται με έρανο, Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγή + κατάλ. -ιμος (πρβλ. παραγώγ-ιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”